Το SM συνάντησε τον μοναδικό εν ζωή μικρασιάτη πρόσφυγα του Πόρου. Λίγες μέρες πριν τα 94αγενέθλια του(25 Μαρτίου), ο Μιχάλης Χατζηπέρος, ξετυλίγει τις αναμνήσεις του από το χτίσιμο μιας νέας ζωής στον φιλόξενο Πόρο.
Του Μπάμπη Κανατσίδη
Η άτακτη υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία, βρίσκει την οικογένεια του Παναγιώτη και της Μαρίας Χατζηπέρου από τα Βουρλά, να υποδέχεται το έβδομο μέλος, ανήμερα του Ευαγγελισμού, την 25η Μαρτίου του 1922.
Μέσα στη φωτιά του πολέμου, η γέννηση του Μιχάλη προσωποποιούσε την ελπίδα για το αύριο, που θα έβρισκε το νεογέννητο προσφυγόπουλο σε φασκιές, να χτίζει με την οικογένεια του, μια νέα ζωή στον φιλόξενο Πόρο…
«Αυτά είναι τα μέρη μας» μου δείχνει ο κυρ Μιχάλης στις έγχρωμες φωτογραφίες από το ταξίδι του το 2003 στα Βουρλά. Την πατρίδα του Σεφέρη. «Αυτοί εδώ είναι Τούρκοι», μου λέει δείχνοντας μου μια φωτογραφία, του ιδίου με μια παρέα ανθρώπων. «Οι Τούρκοι δεν έχουν μίσος για εμάς» δηλώνει με απόλυτη νηφαλιότητα. «Για να σου δώσω να καταλάβεις, όπως είναι σήμερα οι τζιχαντιστές στη Συρία, εκεί στη Μικρά Ασία – όπως μου έλεγε η μάνα μου- ήταν οι τσέτες,» εξηγεί, συγκρίνοντας τους φανατικούς που οδήγησαν στον όλεθρο, φιλειρηνικούς ανθρώπους. «Αυτοί έφεραν το μίσος, την καταστροφή και την βαρβαρότητα» συμπληρώνει.
Ο πατέρας του κυρ Μιχάλη, ο Παναγιώτης Χατζηπέρος – παππούς του σημερινού Αντιπεριφερειάρχη Νήσων – είχε καταγωγή από την Νάξο. Στην περιοχή των Βουρλών οι Ναξιώτες μετανάστες ήταν η πλειοψηφία της ελληνικής κοινότητας. Μετανάστευσαν εκεί την περίοδο 1830- 1897 με την ανάπτυξη της αμπελουργίας στα Βουρλά. «Ο πατέρας μου ήταν σταφιδέμπορος και είχε παντοπωλείο στην πόλη» αναφέρει.
«Δεν είχαμε προβλήματα με τους Τούρκους, αρκεί να πληρώναμε την φορολογία». Θυμάται μια χαρακτηριστική φράση της εποχής: «Τούρκο βλέπεις γρόσια θέλει, κι άλλον βλέπεις, κι άλλα θέλει».
Το καλοκαίρι του ‘22, έρχεται η καταστροφή. Οι μαρτυρίες για τις βαρβαρότητες των φανατισμένων Τούρκων, έχουν καταγραφεί από τους ιστορικούς. Η επταμελής οικογένεια, ξεκινάει για την Σκάλα των Βουρλών, αφήνοντας πίσω το βιός τους. Πέντε μηνών ήταν ο κυρ Μιχάλης. Σε φασκιές. Πάνω στη σύγχυση και τον τρόμο, το μωρό αφήνεται μόνο του στην άκρη του δρόμου. Η μητέρα του γυρίζει και το μαζεύει. Ο πατέρας του, παριστάνει τον σακάτη, προκειμένου να σώσει την οικογένεια του.
Από την Σκάλα των Βουρλών, επιβιβάζονται μαζί με εκατοντάδες άλλους πεινασμένους πρόσφυγες, σε ένα ελληνικό φορτηγό πλοίο. Το πλοίο περνάει απ’ όλα τα νησιά. Περνάει από την Αλεξανδρούπολη, την Καβάλα και την Θεσσαλονίκη. Οι πρόσφυγες κατεβαίνουν λίγοι λίγοι. Το πλοίο συνεχίζει προς τον Βόλο και την Χαλκίδα. Μετά προς τον Πειραιά και τα νησιά.
Αντικρίζοντας τον Πόρο, η μάνα λέει στον πατέρα «Παναγιώτη εδώ θα κατέβουμε». Ήταν όμορφος ο Πόρος. Κοντά στην Πελοπόννησο και κοντά στην Αθήνα.
Κατεβήκαν ρακένδυτοι, πεινασμένοι και ταλαιπωρημένοι. Οι ντόπιοι τους υποδέχτηκαν με αγάπη. Άλλωστε και Ποριώτες έδωσαν τη ζωή τους σε εκείνον τον πόλεμο. «Μας φιλοξένησαν οι Ποριώτες. Μας πήραν στα σπίτια τους. Μας βοήθησαν» λέει ο κυρ Μιχάλης συγκινημένος. Πράγματι, ο Πόρος φιλοξένησε και αγκάλιασε με στοργικότητα, μεγάλη – συγκριτικά με άλλα μέρη στον Σαρωνικό – κοινότητα προσφύγων.
Ο Παναγιώτης Χατζηπέρος, άνοιξε μαζί με τον πρόσφυγα Χατζηκυριάκο, το πρώτο παντοπωλείο το 1922, στην παραλία. Αργότερα, ο Χατζηκυριάκος έφυγε για την Αθήνα και η οικογένεια, άνοιξε με τη σειρά, παντοπωλεία σε διάφορες γειτονιές του Πόρου. Σε ένα από αυτά δέσποζε μια μεγάλη ταμπέλα που έγραφε: «Φιλόξενος Πόρος».
Από τότε, το εμπόριο τροφίμων, πέρασε από τα χέρια των ανδρών της οικογενείας. Από τον πατέρα, στον μεγάλο αδερφό τον Νίκο και στην συνέχεια στον «βενιαμίν» Μιχάλη. Σήμερα την επιχείρηση λειτουργούν τα παιδιά του κυρ Μιχάλη στον Συνοικισμό. Σε έξι χρόνια, συμπληρώνει τα 100 χρόνια λειτουργίας.
«Η προσφυγιά ήταν επένδυση για την Ελλάδα» μου λέει ο κυρ Μιχάλης. «Πολλοί από τους πρόσφυγες ήταν βιοτέχνες, έμποροι, ακόμη και βιομήχανοι. Επένδυσαν και βοήθησαν στην ανάπτυξη ολόκληρης της χώρας». Μου αναφέρει τα παραδείγματα των Κωνσταντινουπολιτών μποστατζήδων, των εμπόρων, των βιοτεχνών που συνεισέφεραν στην ανάπτυξη του Πόρου. Μου φέρνει για παράδειγμα τους δικούς μου πρόγονους, που ήταν παπλωματάδες. Ένα επάγγελμα με παράδοση από το Μιστί της Καππαδοκίας.
Ο κυρ Μιχάλης, μου μίλησε και για τον ρόλο των Ευρωπαίων «Οι Γάλλοι είχαν σημαντικές εμπορικές σχέσεις με τους Σμυρνιούς έμπορους εκείνη την εποχή. Άσχετα αν στην καταστροφή μας περιφρόνησαν και δεν μας βοήθησαν… Το ίδιο και οι Εγγλέζοι» μου λέει «Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Μας περιφρονούν. Να φανταστείς, ότι τότε, ήμασταν σύμμαχοι στον πόλεμο».
Με τον κυρ Μιχάλη, είπαμε πολλά. Θυμάται τόσα που δεν είναι δυνατόν να μεταφερθούν σε αυτή την συνέντευξη. Οι αναμνήσεις του, έχουν καταγραφεί στο αυτοβιογραφικό βιβλίο με τίτλο «Η καλή διαθήκη» (Εκδ. ”ΚΑΛΑΥΡΙΑ” 2012). Μπορείτε να το βρείτε στην Χατζοπούλειο Δημοτική Βιβλιοθήκη του Πόρου. Σήμερα ο κυρ Μιχάλης, έχει βάλει πλώρη για το δεύτερο βιβλίο για τα 100 χρόνια.
Μιλήσαμε για την ανοικοδόμηση του προσφυγικού Συνοικισμού στον Πόρο. Για τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και την απελευθέρωση. Μου μετέφερε το περιστατικό της 14ης Οκτωβρίου του ’44 , όπου, με την απελευθέρωση, το θωρηκτό «ΑΒΕΡΩΦ» μαζί με άλλα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού, κατέπλευσαν στον Πόρο. Ο 22χρόνος τότε Μιχάλης, πήρε τη βάρκα του και βρέθηκε εκεί. «Μας πετούσαν κονσέρβες με τρόφιμα. Ένας εγγλέζος πέταξε μια ταμπακιέρα με τσιγάρα. Με πέτυχε στο κεφάλι και με πήραν τα αίματα. Με μετέφεραν στο ιατρείο του ΑΒΕΡΩΦ όπου με έραψαν και με τύλιξαν με επιδέσμους». Ήταν το μόνο… θύμα του εορτασμού.
«Ήταν πολύ δύσκολα τα χρόνια τότε, αλλά υπήρχε αισιοδοξία για το αύριο» λέει. «Η κατοχή τότε ήταν δυστυχία, άλλα ήταν 4 χρόνια και πέρασε. Ο σημερινός οικονομικός πόλεμος είναι τρισχειρότερος. Δεν ξέρουμε πόσο θα διαρκέσει. Οι νέοι σήμερα είναι δυστυχισμένοι. Δεν υπάρχει αισιοδοξία» συμπληρώνει στενοχωρημένος. Μαζί του συμφωνεί και η κυρία Βασιλική, η ακούραστη σύντροφος της ζωής του, που κατάγεται από την Τροιζηνία. Από κοριτσόπουλο βρίσκεται στο πλάι του εδώ και 66 δύσκολα και συνάμα υπέροχα χρόνια. Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά.
Ρώτησα τον κυρ Μιχάλη και για αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα με τους πρόσφυγες από την Μέση Ανατολή. «Αυτά που έζησαν οι δικοί μας, συμβαίνουν ακόμη και σήμερα. Στην Συρία, στην Παλαιστίνη, στην Κύπρο το ίδιο δεν έγινε; Και στο Ιράκ και την Σερβία το ίδιο. Αλλά σε ποιόν να τα πεις αυτά τα πράγματα;» λέει με ζωγραφισμένη τη θλίψη στα μάτια του. «Σου λένε να φύγεις με τα ρούχα που φοράς. Να εγκαταλείψεις τους κόπους μιας ζωής πίσω. Άσχημο πράγμα η προσφυγιά…».
– See more at: http://www.saronicmagazine.com/?p=31296#sthash.MjZAmdpl.dpuf