Γράφει ο Γιάννης Σουλιώτης –
Στις 24 Οκτωβρίου 1963, η Σουηδική Ακαδημία τίμησε τον Γιώργο Σεφέρη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για «την έξοχη λυρική γραφή του που αντλεί την έμπνευσή της από μια βαθειά αγάπη για τον ελληνικό πολιτισμό».
Η σκέψη μας πετάει στον Μεγάλο ποιητή και στον Πόρο που τόσο αγάπησε σαν άνθρωπος, ποιητής, δοκιμιογράφος , φωτογράφος, αλλά και…κουκλοποιός!
Το όνομα «Πόρος», όπως εξηγεί σ’ ένα γράμμα προς τον Ντάρελ λίγο μετά την άφιξη του εκεί, «σημαίνει δίοδος, δίοδος όμως προς τα πού; Αυτό είναι το ερώτημα που μου θέτω λοιπόν εδώ. Μετά την ουδετερότητα, μετά τον πόλεμο, μετά την “απελευθέρωση”, εδώ, μου θέτω το ερώτημα αυτό».
Στο ημερολόγιό του κατασκευάζει το λογοπαίγνιο: «Πόρος, πόρος, άπορος».
Εδώ στον Πόρο έχει έρθει με τη Μαρώ το καλοκαλιρι του 1936 και λέγεται ότι έγιναν για πρώτη φορά εραστές.
Ο Σεφέρης ήταν από τους πιο τακτικούς παραθεριστές του νησιού. Στην ηρεμία της “Γαλήνης” γράφει τις ωραιότερες σκέψεις του για τον Πόρο.
Απ’ αυτό το πλήθος ανθολογώ αυτές που ακολουθούν:
«Γράφω μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, προχωρημένο απόγευμα. Αργές καμπάνες της Μ. Παρασκευής και κάθε ώρα το κανόνι του Προγυμναστηρίου. Από το παράθυρο πεύκα, ένα κομμάτι θάλασσα, στο βάθος ο ανατολικός κάβος κομμένος στον αυχένα από το δρόμο κατά το μοναστήρι. Εκτός από τις νεκρώσιμες καμπάνες, μεγάλη ησυχία .
Σήμερα το πρωϊ ανέβηκα στο Μοναστήρι για να ιδώ τον Επιτάφιο με την Μαρώ. Στο δρόμο σταματήσαμε στο νεκροταφείο .Ένα μικρό νεκροταφείο στην ακρογιαλιά.
Θάλασσα εξαιρετικά ήσυχη με μιαν ευκινησία μεταξιού: διαβαθμίσεις του γκρίζου με γαλάζιο, με μενεξεδί, με ρόδινο….Είναι το χρώμα που κυριαρχεί στην Ελλάδα.
Το πρωί εκδρομή με τη Μαρώ στο ναό του Ποσειδώνα….
Αριστερά τα Μέθανα και τα βουνά της «Κοιμισμένης»..Έβλεπα τις βουνοκορφές που εδώ ,οι ντόπιοι, τις ονομάζουν «Η Κοιμισμένη»ΟΙ γραμμές της γυναίκας, πλαγιασμένης ανάσκελα, ξεχωρίζουν αρκετά καλά. Το κεφάλι σχεδόν αιγυπτιακό με την οξύτητα που βλέπει κανείς στις χρυσές μυκηναϊκές μάσκες, κάποτε ολοφάνερο και κάποτε απορροφημένο από την όψη του βουνού-πιωμένο από τις πλαγιές, από τους βράχους..
Πρόβλημα Ζεν: Να πάρεις την»Κοιμισμένη» και να τη βάλεις στο κρεβάτι σου ,χωρίς να χαλάσει μήτε το κρεβάτι μήτε η κορυφογραμμή της «Κοιμισμένης».
Η ατμόσφαιρα του Πόρου μ’ έχει κερδίσει πέρα για πέρα. Μ’ αρέσει αυτός ο κόσμος, τόσο κλειστός, που η αυγή φέρνει το φως και στους αθανάτους.
Περίπατος στο φάρο. Μεταλλικά χρώματα στη θάλασσα.. Αδύνατο να περιγράψεις: «η θάλασσα που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μου..»
Ο Πόρος …έχει κάτι από τη Βενετιά …με πολλά μάγια βέβαια ,κάτι από ένα λάκκο λαγνείας, με το φεγγάρι από πάνω, και, όλη μέρα, με το χαλκό της μουσικής του Προγυμναστηρίου.
Το ρολόι του χωριού, ένα είδος καμπαναριού στην κορυφή του βράχου του Πόρου….Τα σπίτια, χρώμα και γυαλάδα κάποτε άσπρου σμάλτου. Αυτό το φως.
Περίπατος προς το Φάρο ,χτες. Όχι ως το τέλος. Σταματήσαμε λίγο πιο πέρα από το Ρούσικο Ναύσταθμο.
Ο Πόρος, κλειστός, όπως είναι ,μου θυμίζει ωστόσο πως είναι λίγα τα πράγματα που χρειάζομαι, πως θα‘πρεπε να παραμερίζω πράγματα που μ’ εμποδίζουν να βλέπω.
Το πρωί πήραμε τη βάρκα και πήγαμε γύρω στο Δασκαλειό για μπάνιο .Ανάμεσα στο νησάκι και στην ακτή βουλιαγμένη η Κίχλη.
Αυτή η ατμόσφαιρα θερμοκηπίου του Πόρου….Η «ομορφιά» έξω σε διακόπτει ολοένα..
Ποτέ μου, εδώ και πολλά χρόνια, δεν ξύπνησα τόσο αλαφρύς…Από το παράθυρο το ζωντανό άρωμα του πεύκου….Πραγματικά το τοπίο σε απορροφά, όπως τα τοπία του Θεόφιλου απορροφούν τα πρόσωπα…Έβρεξε όλη τη νύχτα, Το πρωί ο Πόρος χωμένος μέσα σε μιαν υπερβόρεια ομίχλη, τώρα 9.00 μοιάζει να καλυτερεύει ο καιρός. Νωπές μυρωδιές.
Πρωί στο χωριό με τη Μίνα. Ανεβήκαμε στους στενούς δρομάκους ως το Ρολόι.
Κατά τις 6 με ξύπνησαν φωνές… Άνοιξα το παράθυρο. στο ανοιχτό πέλαγος, πέρα από το Προγυμναστήριο, ο δίσκος του ήλιου μεγάλος, δαγκωμένος ακόμη από τον ορίζοντα, είχε ένα χρώμα που δεν είδα ποτέ μου. Το χρώμα του χυμού των βατόμουρων…Η θάλασσα ατάραχτη, χωρίς ανάσα.
Βγήκα στη βεράντα κατά τη θάλασσα ,η ώρα ήταν πια 08.30, ήλιος ψηλά. Αδύνατο να ξεχωρίσεις το φως από τη σιωπή, τη σιωπή και το φως από τη γαλήνη, Η θάλασσα δεν είχε επιφάνεια…
Γύρισα στην κάμαρά μου, ζαλισμένος…,σχεδόν αλαφροίσκιωτος…
Το πρωί στο λεμονοδάσος με τη Μαρώ….
Ο Πόρος είναι η Καπούη, το κερί μέσα στο νου μου.
Η μέρα κρατάει την αναπνοή της. Τέτοια γαλήνη που κάθε κίνηση-ένα φύλλο, ένας ήχος, ένα πλεούμενο στο κανάλι-θαρρείς και δεν τελειώνει. Μένει εκεί για πολλή ώρα εξαρτημένη από το φως.
Χαρακτήρες των σπιτιών. Τα σπίτια έχουν κι αυτά το σόι τους.
Ίσως να είναι και ο Πόρος. Εδώ το κάθε τι μοιάζει να μην περνά, να στοιχειώνει κάπως…Είναι το νησί της Καλυψώς. Πρέπει να πάρεις τη απόφαση να το αφήσεις κάποτε για την Ιθάκη, την πέτρινη.
Χτες στον «Ποσειδώνα» κι έπειτα στη Βαγιονιά..Κολυμπήσαμε… Μετά το κολύμπι: το φως είναι τέτοιο που σε απορροφά όπως το στουπόχαρτο το μελάνι- απορροφά την προσωπικότητα»
Καταπληκτική μέρα. Ούτε σύννεφα, ούτε μια πνοή…Η θάλασσα, όπου την αγγίξει ανθρωπος, σπάζει και λάμπει σαν το γυαλί. Τη νύχτα πανσέληνος. Ίδια γαλήνη….
Τα φώτα του Πόρου σαν κεριά. Αίσθημα κλειστού χώρου. Ενός ναού άδειου, με αποχρώσεις ψυχρού μαρμάρου στο θόλο, που αναδίνει μια τεράστια κατάνυξη.
Ο Πόρος ήταν για μένα ο πιο «ηδονόπαθος» (γράφω σκόπιμα τη λέξη)τόπος της Ελλάδας που ξέρω…
Φεύγω από τον Πόρο, όπως έφευγα το Μάη του ’41 από την Κρήτη –προς το άγνωστο. Τη μεγάλη γαλήνη που αισθανόμουν τώρα τελευταία ,τα πρωινά, εδώ, δεν ξέρω αν θα την ξανάβρω.»(1)
Ο λυρισμός με τον οποίο περιγράφει ο Σεφέρης τον Πόρο είναι γεμάτος από έκσταση και ενθουσιασμό.
Εδώ σε τούτο το νησί ο διπλωμάτης ποιητής θα σημειώσει επίσης τις σκέψεις του για το ναυάγιο της «Κίχλης»(2), που από πολλούς θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα ποιήματά του.
Άκουσα τη φωνή
καθώς εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω
ένα καράβι που το βούλιαξαν εδώ και χρόνια·
το ‘λεγαν «Κίχλη»· ένα μικρό ναυάγιο· τα κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια
ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του
στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού
σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.
Θα γράψει επίσης «Ποιήματα: Με τον τρόπο του Γ.Σ.»
Όπου κα να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει…..
Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.
Αλλά και το πασίγνωστο ποίημα « Άρνηση» που τραγουδήθηκε από χιλιάδες χείλη.
Στην παραλία του Νεώριου, «Στους έρημους γιαλούς της Καλαυρίας» όπως έγραψε ο Ρίτσος στο ποίημα του για τον Πόρο και τον Δημοσθένη, εμπνεύστηκε την ΑΡΝΗΣΗ. Ήταν στο κτήμα τότε του Κεφαλλονίτη, γεμάτο λεμονιές και πορτοκαλιές , απέναντι από το περιγιάλι, και τώρα Ξενοδοχείο Παύλου. Συνήθιζε ο ποιητής ύστερα από τη συνηθισμένη καθημερινή πεζοπορία να κάθεται να ξαποστάσει στο πηγάδι . Μια μέρα, δίψασε .Πήρε νερό να πιεί …μα το νερό γλυφό…
Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της
Ωραία που φύσηξε ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή .
Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.(3)
Δεν ξέρω πόσοι γνωρίζουν ότι ο Γ. Σεφέρης εκτός από ποιητής υπήρξε και φωτογράφος. Από τα φοιτητικά του χρόνια στην Αγγλία μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Σεφέρης φωτογραφίζει συστηματικά πρόσωπα και τοπία.
Όπως μας πληροφορεί η Μαρώ Σεφέρη «Τον ενδιέφερε πολύ η φωτογραφία ως τέχνη, ως μάθημα. Ξεχώριζε την ωραία από την άσχημη ή την ωραιοπαθή φωτογραφία. Του άρεσε ο άνθρωπος με καλό μάτι» Αλλά θα πρόσθετα επίσης τον γοήτευε το φως και η σκιά!
Στο φωτογραφικό αρχείο του Σεφέρη υπάρχουν περισσότερες από 2.500 φωτογραφίες, αριθμός πραγματικά εντυπωσιακός για έναν ερασιτέχνη φωτογράφο. Όλο αυτό το αρχείο του ποιητή φυλάσσεται στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας ,ύστερα από δωρεά της Μαρώς Σεφέρη το 1984 και στη συνέχεια της Άννας Λόντου το 1999.
Από όλες αυτές τις φωτογραφίες διαλέγω ορισμένες. Εκείνες που τράβηξε στο Πόρο κατά τη διάρκεια των εκεί διαμονών του. Οι φωτογραφίες αυτές, είτε είναι τοπία είτε πρόσωπα, ιδιαίτερα εκείνο της Μαρώς, αγαπημένο πρόσωπο φωτογράφησης, έχουν βγει μέσα από τον κόσμο της ποίησης του Σεφέρη, αλλά και την αγάπη του για το νησί. Γι’ αυτό και τις ονομάζω ποιήματα σεφερικά για το φως και τη σκιά!
Άλλωστε κι ο ίδιος δεν είχε πει: «Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός»!
Πρόκειται για φωτογραφίες με το Μοναστήρι, την Παναγίτσα στο Ασκέλι, τη Γαλήνη, τη Μαρώ μόνη ή μαζί του, στους κήπους της βίλας ή στο κτήμα Τομπάζη και ιδίως την άγκυρα στο Νεώριο,για την οποία έγραψε:
Νεώριο,1940
«Σήμερα κρέμασα πάνω από το γραφείο μου τη μοναδική φωτογραφία ενός ελληνικού τοπίου που βρέθηκε, ολωσδιόλου τυχαία, μέσα σε κάτι χαρτιά. Τη φωτογραφία της μεγάλης άγκυρας του Πόρου. Την είχα κάνει ένα πρωί της άνοιξης του 40. Καθώς την κοιτάζω τώρα αισθάνομαι την ψυχή μου πλημμυρισμένη..»
Αλλά, μια άλλη, μάλλον άγνωστη πλευρά του πολυεδρικού διαμαντιού Σεφέρης ήταν εκείνη του κουκλοποιού!
Στον Πόρο, όταν τα τζιτζίκια τον ζάλιζαν και δεν είχε τι να κάνει ή όταν σταμάταγε για λίγο το γράψιμο, ο νομπελίστας ποιητής έφτιαχνε, στη γαλήνη της βίλας Γαλήνης , παιγνίδια με ότι εύρισκε μπροστά του ,όπως θα κάνει ακριβώς το ίδιο, λίγο αργότερα σε μιαν άλλη βίλα, λίγα μέτρα πιο κάτω , ο γνωστός ζωγράφος Χατζηκυριάκος –Γκίκας φτιάχνοντας μάσκες.
Από καιρό άλλωστε μάζευε το υλικό του.
«….Το ακρογιάλι γεμάτο πελαγίσια ξαφρίσματα….ρίζες από καλάμια, παράξενα γλυμμένα ξύλα, φελλοί, ένας παράδεισος παιγνίδια για μένα. Έβαλα στο δισάκι μου αρκετά από αυτά τα σιωπηλά αντικείμενα.»
Έτσι , το 1946,όταν έγραφε την ΚΙΧΛΗ ,συνταίριασε με υλικά της φύσης δυο κούκλες: έναν άντρα από καλάμια και καρυδότσουφλα για καπέλο και κεφάλι, ένα μπαστούνι από καλάμι στο δεξί χέρι, κι ένα μικρότερο καμένο στην άκρη του, για τσιγάρο στο στόμα.
Ήταν ο κύριος ή καλύτερα ο δόκτορας Ρωθλάουφ, πρόσωπο υπαρκτό στον Πόρο που έζησε έναν αιώνα πιο μπροστά , και που τώρα είναι παιγνίδι στα χέρια του ποιητή μας.
Δυο μέρες μετά ,ακόμη μια φορά σε μια στιγμή σχόλης, ο Σεφέρης σκέφτηκε ότι δεν θα μπορούσε ν’ αφήσει τον γιατρό μόνο του κι επεξεργάστηκε πάλι με υλικά της φύσης, το ταίρι του, μιαν αμαζόνα. Κι έτσι δημιούργησε την Κυρία Ζεν, από ένα καρύδι και λίγα βαλανίδια ,μια μικρή κούκλα, που θυμίζει, βλέποντάς την , οπλισμένη αμαζόνα. με το καρυδένιο κεφάλι της, να φορεί θυσανωτή περικεφαλαία, να κρατά σκουτάρι και σπαθί, ασπίδα και ακόντιο. Οι δυο αυτές κούκλες βρήκαν θέση για πολύ καιρό σε μια ξύλινη ντουλάπα στο γραφείο του μαζί με την ημιτελή μελέτη για τον Καβάφη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα δυο αυτά παιγνίδια έγιναν, ίσως, ,ίσως, η αιτία να τελειώσει ο Σεφέρης τη μελέτη του « Καβάφης-Έλιοτ Παράλληλοι»,αλλά και οι ήρωες των δύο ποιημάτων του: «Η Κυρία Ζεν» κι «Ο δρ.Ρωθλάουφ και η Κα Ζεν».
Ένα χαρακτηριστικό δείγμα από την Κυρία Ζεν:
«Έμεινα χτες τ’ απόγευμα μόνος στην κάμαρά μου….Τα δάχτυλα μου παίζανε μ’ ένα κούφιο καρύδι και μ’ ένα βαλανίδι κι ένα άλλο πιο μικρό και κάτι βέργες που έκοψα μαζί μ’ ένα καλάμι.
…
κι αυτά τα μικροπράγματα που με τα δάχτυλά μου ταίριαζα, και μακριά μου χανόντουσαν και δεν απόμενε πια τίποτε παρά λίγο φαρμάκι και τούτο τ’ ανθρωπάκι που λέω Κυρία Ζεν».
Και η αρχή από το Ο δρ. Ρωθλαούφ και η Κα Ζεν:
«Ο Δρ.Ρωθλαούφ καπνίζει το τσιγάρο του κοιτάζοντας το κανάλι
του Πόρου.
η Κα Ζεν είναι προκλητική, δημιούργημα της φαντασίας ενός απόρου.»
Λίγες μέρες μετά θα φτιάξει τη γοργόνα από βένιο.
«Μεγάλη χαρά .Προτού πλαγιάσω, κάθισα και την κοίταζα πολλή ώρα» γράφει στο ημερολόγιο του.
Τα δάχτυλα του Σεφέρη ήταν σαν εκείνα του πιανίστα., που όταν δεν παίζουν κινούνται συνεχώς, Αλλά όχι μόνον. Στις στιγμές της σχόλης του , ένιωθε , μια αδήριτη, εσωτερική ανάγκη, που έβγαινε απ’ τα βάθη της ψυχής του, μια ανάγκη δημιουργίας.
Το γιατί το ομολογεί ο ίδιος:
«Σήμερα πρωί γυρίζω από τις Ο7.00 ακατάστατος ,χωρίς να σταματήσω, πασπατεύοντας με τα χέρια μου, φτιάχνοντας αντικείμενα που προσπαθώ να τους δώσω μια μορφή οικειότητας, πελεκώντας μια βέργα κυπαρίσσι που έκοψα χτες. Η μυρωδιά αυτού του ξύλου, η αρχιτεκτονική του, το χρώμα του ,με γεμίζουν αγαλλίαση.»
Και την εύρισκε ,παίζοντας σαν παιδί, με τα έργα των χεριών του.
Ο Σεφέρης «γαντζώθηκε»,από αγάπη, πολλές φορές σε τούτον εδώ τον τόπο , για να ξεχαστεί και να μας χαρίσει όλα αυτά τα αριστουργήματά του γεμάτα Πόρο, θάλασσα , φως…
Στοιχεία που τόνισε με έμφαση, πριν από 50 χρόνια σαν σήμερα , λαμβάνοντας ως πρώτος Έλληνας, το παγκοσμίως ανώτερο βραβείο πνευματικής προσφοράς :
«Ἀνήκω σὲ μία χώρα μικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν ἀγώνα τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου».
Έτσι και η ποίηση του γεμάτη ύμνους για τον άνθρωπο, τον ήλιο ,τη θάλασσα. Κυρίως τον άνθρωπο.
Ας θυμηθούμε,σε τούτο το σημείο, την απάντηση του Οιδίποδα στο αίνιγμα της Σφίγγας, κι ας κρατήσουμε αυτή την απλή λέξη που «χάλασε το τέρας», χαράζοντας βαθειά στην καρδιά μας τα λόγια του ποιητή:
«Χῶρες τοῦ ἥλιου καὶ δὲν μπορεῖτε ν᾿ ἀντικρίσετε τὸν ἥλιο. Χῶρες τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν μπορεῖτε ν᾿ ἀντικρίσετε τὸν ἄνθρωπο.»
Γιάννης Σουλιώτης
Συγγραφέας-Μεταφραστής
Υ.Γ. Καιρός είναι νομίζω ο Πόρος να θυμηθεί τον Σεφέρη, Εκείνον που τον αγάπησε τόσο, και να τον τιμήσει όπως του αξίζει. Και το αξίζει!