Στον παλιό Πόρο «το δωδεκαήμερο των καλών γιορτών», όπως τις έλεγαν τότε, δηλαδή από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι την άλλη μέρα των Φώτων, με την Πρωτοχρονιά να είναι στη μέση, έδινε στην κλειστή κοινωνία του νησιού έναν ιδιαίτερο τόνο, μια ξεχωριστή ομορφιά, μια ιδιαίτερη ζεστασιά. Όλοι εκείνες τις μέρες ένοιωθαν και ζούσαν κάτι το διαφορετικό. Τότε καταλάβαιναν και ζούσαν καλύτερα τις άγιες αυτές ημέρες από σήμερα.
Την περίοδο των Χριστουγέννων οι παλιές Ποριώτισσες ετοίμαζαν κι έφτιαχναν μόνες τους ιδιαίτερα φαγητά και γλυκά, όπως τη γαλοπούλα, γεμιστή πολλές φορές με κουκουνάρια, το χριστόψωμο, τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες και άλλα εδέσματα που συμπλήρωναν το πατροπαράδοτο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Από τις προη-γούμενες μέρες πιτσίλιζαν με ασβέστη τα σπίτια και τους τοίχους των αυλών τους και φρόντιζαν να είναι όλα καθαρά.
Σε μερικά σπίτια που είχαν πιο οικονομική άνεση, στόλιζαν το σαλόνι και μ’ ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, μεγάλη βένια συνήθως, που έκοβαν από τα βουνά του νησιού. Οι βαρκάρηδες είχαν τη συνήθεια να στολίζουν, τις βάρκες και τα καΐκια τους με φανάρια, που έδιναν μια γιορταστική και φαντασμαγορική συνάμα ατμόσφαιρα.
Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα οι γυναίκες στον Πόρο έφτιαχναν μόνες τους με περίσσια φροντίδα τα γλυκά των γιορτινών ημερών. Κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Τα ‘βαζαν σε μεγάλες λαμαρίνες, τα ‘ψηναν στους δικούς τους φούρνους και μοσχοβολούσε ο τόπος όπου κι αν περνούσε κανείς. Βλέπεις, τα χρόνια εκείνα το κάθε σπίτι είχε και το δικό του φούρνο στη Μπρίνια, αλλά και στις άλλες γειτονιές του νησιού. Αν σε κάποιο σπίτι δεν υπήρχε φούρνος, τότε η νοικοκυρά έψηνε τα πατροπαράδοτα γλυκά στο φούρνο της γειτόνισσας.
Την παραμονή των Χριστουγέννων στον παλιό Πόρο, ένα βουερό τσούρμο πιτσιρικάδων, κρατώντας μερικοί στα χέρια τους τρίγωνα κι άλλοι τίποτα, γύριζαν στις γειτονιές κι από σπίτι σε σπίτι, με τις ψιλές χαρούμενες φωνές τους έλεγαν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα:
«Καλήν ημέραν άρχοντες
αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη Θεία γέννηση,
να πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον,
εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρει η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται,
εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών,
και ποιητής των όλων.
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι,
το Δόξα εν υψίστοις,
και τούτο άξιον εστί,
η των ποιμένων πίστις.
Εκ της Περσίας έρχονται,
τρεις μάγοι με τα δώρα,
άστρο λαμπρό τους οδηγεί,
χωρίς να λείψει ώρα.
…………..Και εις έτη πολλά».
Αυτά ήταν τα καθιερωμένα χριστουγεννιάτικα κάλαντα που είχαν επικρατήσει στις δεκαετίες του 50 και του 60 στον Πόρο.
Οι τρεχάλες των παιδιών στις γειτονιές χαλούσαν τον κόσμο. Μελωδίες γιορτινές με τα κάλαντα, αρώματα από κουζίνες νοικοκυριών, φωτιές στους φούρνους που είχε σχεδόν το κάθε σπίτι στην αυλή του και κάπνιζαν τις ημέρες εκείνες κι έψηναν σε λαμαρίνες κουραμπιέδες και μελομα¬κάρονα, τυχερά παιχνίδια και κορόνα στη Ρουκουτίμα, στο «Χάλασμα» και την Πούντα, καθώς και παιδικές μυθοπλασίες με καλικάντζαρους, έδιναν αυτές τις ημέρες το δικό τους ξεχωριστό χρώμα σε όλες τις γειτονιές του Πόρου αλλά ακόμα, στο Γαλατά, στα χωριά, αλλά και στα μεμονωμένα αγροτόσπιτα.
Όλα τα σπίτια άνοιγαν τις πόρτες τους ν’ ακουστούν από τα παιδιά τα κάλαντα, γιατί τότε επικρατούσε το έθιμο και πίστευαν πως αυτό θα έφερνε τύχη στο σπίτι και μακροημέρευση στους νοικοκύρηδες.. Γι’ αυτό και στο πιο φτωχό σπιτικό φρόντιζε πάντα η νοικοκυρά να δίνει στους μικρούς μουσαφίρηδες ένα μελομακάρονο, καθώς κι ένα φράγκο ή δίφραγκο ή καμιά φορά ακόμα, όταν τα παιδιά ήταν από συγγενικό σόι ανέβαζαν το ποσό στο τάλιρο.
Η νοικοκυρά με ειδική μαγιά και με ιδιαίτερη ευλάβεια ζύμωνε τις χριστουγεννιάτικες κουλούρες. Η ετοιμασία τους ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία. Χρησιμοποιούσαν ακριβά υλικά, ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, καρύδια και μύγδαλα, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα.
Αφού έπλαθαν το ζυμάρι, έπαιρναν ένα κομμάτι ζύμη και με τη μισή έφτιαχναν μια κουλούρα, ενώ με την υπόλοιπη έφτιαχναν ένα σταυρό με λουρίδες και τον τοποθετούσαν πάνω στο ψωμί. Στο κέντρο έβαζαν ένα άσπαστο καρύδι, ενώ στα τέσσερα άκρα του Σταυρού έβαζαν μύγδαλα. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδίαζαν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια, φύλλα, καρπούς, πουλάκια και τέλος άλειβαν όλο το ψωμί με μια κρέμα από χτυπημένα αβγά και λάδι και το πασπάλιζαν με σουσάμι.
Το πρώτο, το καλύτερο και με τα πιο πολλά κεντίδια, ήταν το «ψωμί του Χριστού», για να τους φυλάει και να τους βλογάει. Απαραίτητος πάνω, ήταν χαραγμένος ο σταυρός. Γύρω-γύρω έβαζαν διάφορα διακοσμητικά σκαλιστά στο ζυμάρι ή πρόσθετα στολίδια. Ήταν το Χριστόψωμο.
Πάντα θυμόντουσαν και τα βαφτιστήρια τους κι έφτιαχναν γι’ αυτά ειδικά μικρά ψωμάκια, που είχαν το μέγεθος μισής περίπου κουλούρας που τα ‘λεγαν «κοτσόνες». Μπορεί χριστουγεννιάτικο δώρο να μην ήταν σε θέση να πάρει η νουνά στους «φιλιότσους της», όπως έλεγαν τα βαφτιστήρια, όμως η «κοτσόνα» ήταν απαραίτητη. Διαφορετικά θα την κατηγορούσε η γειτονιά, θα την έβαζαν στο στόμα τους οι γειτόνισσες και τότε ούτε ψύλλος στον κόρφο της. «Μια κοτσόνα στη φιλιότσα της δεν αξιώθηκε να δώσει η αχαΐρευτη».
Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο ήταν βλογημένο ψωμί. Το έπαιρνε ο νοικοκύρης, το σταύρωνε με το μαχαίρι τρεις φορές, το έκοβε, ευχόμενος «Χρόνια πολλά και του χρόνου» και το μοίραζε σ’ όλη την οικογένεια, καθώς σ’ όσους βρίσκονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι και αντάλλασαν όλοι πολλές ευχές. Κατόπιν στρώνονταν και ρίχνονταν όλοι στα φαγιά, έπιναν μπόλικο κρασάκι, χαιρόταν η κοιλιά μετά την τόση νηστεία, αναζωογονιόταν η καρδιά και δόξαζαν όλοι τη γέννηση του Θεανθρώπου.
Γιάννης Πουλάκης