Αρχές Ιούλη, η παράσταση που άνοιξε φέτος το Φεστιβάλ Επιδαύρου ήταν ο «Οιδίπους Τύραννος», σε σκηνοθεσία του Λιθουανού Τσέζαρις Γκραουζίνις, με έναν αμιγώς ανδρικό θίασο. Η παράσταση, πέρα από τη διανομή, θα συζητηθεί και για έναν ακόμα λόγο: γιατί διεκόπη ξαφνικά από την αναστάτωση που προκάλεσαν βατράχια που περιφέρονταν στα πόδια των θεατών.
Ωστόσο, σε μένα δε θα μείνει τόσο για τα κύματα αναταραχής, που έσκαγαν από τις πάνω κερκίδες, αλλά για μια στιγμή απόλυτης αταραξίας στην έναρξη. Την ώρα που βάδιζε αργόσυρτα ο χορός προς την Ορχήστρα και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος από κρουστά, που τον συνόδευε, το σκοτάδι μόλις είχε αρχίσει να πέφτει και μια απίστευτη σιγαλιά είχε απλωθεί. Ήταν μια από εκείνες τις θρυλούμενες εισόδους στο αρχαίο θέατρο.
Το κοίλον σχεδόν δεν ανέπνεε. Και είχα για λίγο κάτι που έμοιαζε με όραμα, μια υπέρβαση στο χρόνο που λίγα μέρη, με τη βαρύτητα της Επιδαύρου, μπορούν να προσφέρουν. Νόμιζες ότι βαδίζει από άλλη εποχή ο χορός, πως ερχόταν από πολύ μακριά, δεν ήταν απλώς μέρος του σκηνικού αλλά απόλυτα εναρμονισμένη με το τοπίο παρουσία. Ήταν κάτι πέρα από το χρόνο, λες κι όλες οι εποχές είχαν γίνει μία. Θεατές, ηθοποιούς, σκηνικό τα είχε καταπιεί όλα η νύχτα.
Μου ήρθε τότε στο μυαλό μια φράση που ενέπνευσε αυτό το μέρος σ’ ένα άτομο που ήξερε να αποκρυσταλλώνει τέτοιες στιγμές και να ντύνει με ασυναγώνιστη φαντασία παρόμοια οράματα: The world is both young and old. «Ο κόσμος είναι γέρος και νέος συνάμα: όπως το άτομο, ανανεώνεται στο θάνατο και ενηλικιώνεται μέσω άπειρων γεννήσεων». To είχε πει ο Αμερικανός συγγραφέας Henry Miller στον περίφημο «Κολοσσό του Μαρουσιού», σε μερικές από τις ωραιότερες σελίδες που έχουν γραφτεί για αυτήν την τοποθεσία:
«Η Επίδαυρος είναι απλώς ένα συμβολικός τόπος: ο πραγματικός τόπος βρίσκεται στην καρδιά, στην καρδιά κάθε ανθρώπου, αρκεί να σταματήσει και να την ψάξει». «Στην Επίδαυρο, στην ακινησία, στη μεγάλη ειρήνη που με κατέλαβε, άκουσα την καρδιά του κόσμου να χτυπά». Δεν ήταν λοιπόν απλά η σιγαλιά ή η άπνοια, η «ειρήνη» που με κατέλαβε, που ούτε και τα βατράχια σε λίγο θα κατάφερναν να ταράξουν. Ο Μίλερ και τα λόγια του στριφογυρίζουν για μέρες στο μυαλό μου μετά την παράσταση, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που τον μνημονεύω φέτος. Τον θυμήθηκα ξανά τον Μάιο όταν, σε μια περίοδο που πράξεις συμπαράστασης εκδηλωνόντουσαν από παντού για την πολύπαθη –μεσούσης της κρίσης– Ελλάδα, ένα ποίημα του Γερμανού νομπελίστα Γκίντερ Γκρας, αφιερωμένο σ’ αυτήν, με τίτλο «Η Ντροπή της Ευρώπης» ξεσήκωσε θόρυβο. Μια γερμανική εφημερίδα ισχυρίστηκε ότι το ποίημα είναι φάρσα, ενώ ο ίδιος την διέψευσε υποστηρίζοντας ότι είναι αυθεντικό. Ασχέτως της πατρότητας επρόκειτο για ένα ποίημα, έντονα γλυκερό και γραφικό, εν είδει λυρικής συμπαράστασης, που έψεγε τους «αχάριστους» Ευρωπαίους, γιατί δε συνειδητοποιούν τον πνευματικό θησαυρό που τους έχει προσφέρει η Ελλάδα.
Λίγες εβδομάδες μετά η εφημερίδα Die Zeit δημοσίευσε τα ποιήματα επτά Γερμανών ποιητών, με προεξάρχοντα τον Μάρτιν Βάλζερ, λίγο-πολύ στο ίδιο πνεύμα, υμνώντας την Ελλάδα της αρχαιότητας που έδωσε τα φώτα της στην Ευρώπη. Κάπου στο βάθος μου αντηχούσαν Βυρωνικοί απόηχοι και μνήμες από ρομαντικούς αρχαιολάτρες φιλέλληνες, εξεγειρόμενους στο όνομα της Ελληνικής Επανάστασης. Για άλλη μια φορά η γνωστή πανομοιότυπη εικόνα της εξιδανικευμένης αρχαιότητας, εικόνα που λίγη σχέση έχει με το παρόν και που μπορεί να πλήξει σαν γάγγραινα και τους πλέον ευφυείς και απροκατάληπτους ξένους.
Μια τάση θεώρησης που αναιρεί ιστορικές περιόδους, προσμείξεις, μεταλλάξεις και τα εξομοιώνει όλα μέσα από μια θεοποιημένη «μυθολογία». Ωστόσο, το πώς μας βλέπουν οι ξένοι ακόμα και όταν υπερβάλλουν, διαστρέφουν, εξωραΐζουν ή υποτιμούν μπορεί να είναι άκρως εποικοδομητικό. Τόσοι και τόσοι φιλέλληνες, περιηγητές, ποιητές και μυθιστοριογράφοι από τα χρόνια της Επανάστασης κι έπειτα έχουν χύσει τόνους μελάνι για την Ελλάδα: Σατωμπριάν, Λαμαρτίνος, Βίκτωρ Ουγκώ, Ερνέστος Ρενάν, Γκυστάβ Φλομπέρ, Ούγκο φον Χόφμανσταλ, Λόρενς Ντάρελ, Χένρι Μίλερ, Πάτρικ Λι Φέρμορ, Μισέλ Ντεόν, Σέιμους Χήνυ, Ζακ Λακαριέρ, Έντμουντ Κίλι,Τζον Φόουλς κ.α. Ανάμεσα τους ξεχωρίζω τον Μίλερ και προστρέχω στην σπινθηροβόλα πρόζα του σαν αντίβαρο για τις γλυκανάλατες χασμωδίες των Γερμανών.
Ο Μίλερ –μαζί με τον Λόρενς Ντάρελ– στα τέλη της δεκαετίας του ’30 είναι αυτος που θα αλλάξει τον τρόπο που μας έβλεπαν οι προηγούμενοι συγγραφείς, με λατρεία για την αρχαιότητα, δηλαδή, αλλά και με καχυποψία για τους συγχρόνους. που διέψευδαν τις προσδοκίες τους. Κι έτσι ρίχνω στη βαλίτσα των διακοπών ξανά μετά από χρόνια ένα βιβλίο-καθρέφτη, –φέτος πιο αναγκαίο από ποτέ– ίσως τις πιο λυρικές σελίδες που έχουν γραφτεί για την Ελλάδα: τον «Κολοσσό του Μαρουσιού», που περιγράφει τις εντυπώσεις του Μίλερ από το ταξίδι του στην Ελλάδα το 1939-1940. Τι ανακουφιστική διαφορά σε σχέση με τις γραφικότητες των γερμανικών εφημερίδων. Ένα έργο κλασικό που διατηρεί τη φρεσκάδα του, όπως μόνο τα κλασικά μπορούν, που δεν είναι ούτε στείρος ύμνος, ούτε απλώς ταξιδιωτικές εντυπώσεις, αλλά συναρπαστική ανάπλαση μιας αποκαλυπτικής εμπειρίας.
Δαβάστε ολόκληρο το άρθρο στην: www.lifo.gr