1955

Το κρασί και οι παλιές ταβέρνες του Πόρου

Από: | Ιουνίου 4th, 2014 | 0 Σχόλιο

Στο «Γιαχνί σοκάκι», όπως λέγανε το μέσα δρόμο, που ξεκινάει από την πλατεία Ηρώων και τελειώνει στην πλατεία Καραμάνου, «στο βλογημένο σοκάκι», τα παλιά χρόνια, άμα μίλαγες για νερό αμάρτανες. Για κρασί μάλιστα.
Το στενό αυτό ήτανε το πιο ξακουστό στον Πόρο. Εκεί βρισκόντουσαν μαζεμένες οι περισσότερες ταβέρνες. Όποιος ζύγωνε το στενό αυτό ήταν αδύνατο ν’ αντέξει τους πειρασμούς από τις μυρουδιές της ρετσίνας και των μπεκρο-μεζέδων. Βάζανε οι ταβερνιάρηδες τους μεζέδες στα μαυροτηγανά τους και συνταυλούσανε λίγο το στόκολο να δυναμώσει η φωτιά και τότε έπιανε τους περαστικούς ένα τρέμουλο από τις τσίκνες που ξεμπουκάρανε από τις μισάνοιχτες πόρτες και τα καφασιανά παράθυρα, που γαργαλούσανε τα ρουθούνια τους, τα κάνανε να τρεμοπαίζουνε και μπουκάρανε συμπούρμπουροι στον παραδεισένιο αυτό στενό με τις μπόλικες ταβέρνες.

Το κρασί που έπιναν συνήθως στον Πόρο ήταν η ρετσίνα. Ήτανε το πιο συνηθισμένο κρασί, όχι μόνο στο νησί, αλλά σε όλη τη Χώρα. Έχει το χρώμα του ξανθού μελιού και μια ελαφριά γεύση του ρετσινιού και του πεύκου. Σε κανένα ξένο δεν αρέσει όταν το πρωτοδοκιμάσει, όμως τη δεύτερη φορά που το πίνει, το βρίσκει καλύτερο και μετά προτιμάει μόνο αυτό.
Ειδικά τους πρώτους έξι μήνες της σοδειάς, όταν το άρωμα του σταφυλιού είναι πιο δυνατό από το ρετσίνι.

Palioi-poriotes-stou-sarantoulou

Η συνήθεια να ρίχνουν ρετσίνι στο κρασί που ψήνεται έχει ξεκινήσει από τις πολύ παλιές εποχές. Με το ρετσίνι το κρασί δεν χαλάει, γίνεται πιο νόστιμο και πιο χωνευτικό. Όπως λέγανε προφύλαγε τον κόσμο και από την ελονοσία. Τα παλιά χρόνια στο νησί έριχνε πολλά νερά και είχε μπόλικο κουνούπι. Ειδικά στην απέναντι περιοχή της Τροιζηνίας υπήρχανε πολλά στάσιμα νερά και ο κόσμος υπέφερε από κουνούπια και ελονοσία. «Και το κουνούπι θέλει ρετσίνα το ρημάδι. Έτσι και δεν πιεις, πάει σ’ έφαγε η μαρμάγκα. Έρχεται η νύχτα, τα κουνούπια σε τσιμπάνε σιγά-σιγά και μετά να η αρρώστια, να η ελονοσία και μετά πας χάθηκες. Άμα όμως έχεις πιει κρασί, μυρίζεις και δε ζυγώνουν τα κουνούπια κι έτσι τη γλιτώνεις». Έτσι λέγανε οι παλιοί Ποριώτες για να δικαιολο-γήσουνε την προτίμησή τους στη ρετσίνα.

Πιστεύανε πως το κρασί, αυτό το θαυματουργό κατασκεύασμα, κρύβει μέσα του τη ζωή και τα μάγια. Τρέφει τους διαβόλους κάπου στη γη, τις νεράιδες στις πηγές και στα πηγάδια, τα δαιμονικά πάνω στις συκιές, φέρνει το θάνατο στις σκιές και γούρι με μαγγανείες. Κανένας δεν πρέπει ν’ αψηφάει τούτη τη δύναμή του.
Υπάρχει η δοξασία, πως καθώς ερχότανε στην Ελλάδα ο Άγιος Διονύσιος, ο συνονόματος του Θεού Διονύσου των αρχαίων Ελλήνων, βρήκε στο δρόμο του ένα μικρό κλήμα και το πήρε μαζί του. Το έβαλε πρώτα στο κόκαλο ενός πουλιού, ύστερα μόλις αυτό μεγάλωσε λίγο, το έβαλε στο κόκαλο ενός λιονταριού και τελικά το έβαλε στο κόκαλο ενός γαϊδάρου. Όταν το κλήμα μεγάλωσε, από τα σταφύλια του ο Άγιος έφτιαξε το πρώτο κρασί και όταν το ήπιε, τραγούδησε σαν πουλί, όταν ήπιε πιο πολύ έγινε δυνατός σαν λιοντάρι κι όταν ήπιε ακόμα περισσότερο συμπεριφέρθηκε σαν γάιδαρος. Κι από τότε πάντα το κρασί έχει αυτή την τριπλή ιδιότητα και κάνει πάντα αυτή την τριπλή δουλειά.

Ο Άγιος Διονύσιος, σαν διάδοχος και συνο-νόματος του αρχαίου θεού του κρασιού του Διονύσου, θεωρείται πως ήταν ο άγιος του κρασιού στον Χριστιανισμό. Όμως στους σημερινούς Έλληνες ο Άγιος Δημήτριος πήρε τη θέση της συνονόματής του αρχαίας θεάς Δήμητρας, που ήταν προστάτιδα της Γεωργίας και είναι αυτός ο πιο αποδεκτός άγιος του κρασιού. Ανήμερα, στη γιορτή του, τέλη Οκτωβρίου, οι ταβερνιάρηδες άνοιγαν τα νέα κρασιά, που βράζανε ακόμα και γλύκιζαν από τη ζύμωση του μούστου και κερνάγανε απλόχερα όλους τους θαμώνες.
Στον Πόρο όμως και στα γύρω χωριά σαν άγιο του κρασιού έχουν τον Άγιο Γεώργιο. Υπήρχε η παράδοση, πως μια φορά, ανήμερα στη γιορτή του, μια πηγή κοντά στη εκκλησία του στον Πόρο έβγαλε κρασί κι όλοι οι καλοί χριστιανοί ήπιαν απ’ αυτό.

vikos-pagonis

Μέχρι και τον καθαρισμό του νερού, πιστεύανε πως μπορούσε να κάνει το κρασί. Συγκεκριμένα, είχαν ανακαλύψει, ότι, αν αναμείξεις ένας μέρος κρασιού με εννιά μέρη νερού, ύστερα από τέσσερες ώρες το πίνεις και εγγυημένα δεν σε πιάνει δυσεντερία, τύφος, χολέρα κι άλλες μολυσματικές αρρώστιες.

Οι παλιές ταβέρνες και τα οινοπαντοπωλεία που πουλούσαν κρασί σε παρέες με τα κατοστάρια και τις μισοκάδες, εκτός από το «Στενό», απλώνονταν σε όλο τον παραλιακό δρόμο από την Πούντα μέχρι τα Σχολεία. Μερικές κάπως πιο σκόρπιες υπήρχαν και στο δρόμο με τα σκαλάκια, από την Καμάρα ως τον Άγιο Γεώργιο κι από κει στον ίσιο δρόμο που σε βγάζει στη Ρουκουτίμα.

Πριν μπει κανείς στο «διεθνές» σοκάκι με τις πολλές ταβέρνες, στο αριστερό μέρος, έβρισκε πρώτα την ταβέρνα του Δαμιανού Στρατηγού, που την πρωτάνοιξε ο μπάρμπα Γιώργος Στρατηγός, φερμένος από το Τσιρίγο το 1914. Στο δεξί μέρος υπήρχε η ταβέρνα του Κασακλίδη, που μετά πήρε ο Μανώλης Κουλούρης, την παρέδωσε στον Μποζαρέλο, που την έκανε φαγάδικο κι αυτός με την σειρά του την έδωσε στον Τάσο Μαρόκο. Τελευταία τη λειτούργησε ο Μπίσιας σαν εστιατόριο και σήμερα εκεί στεγάζεται η τράπεζα της «ΑΛΦΑ ΜΠΑΝΚ».Ονομαστό παλιό καφενείο στην «Κολόνα», ήτανε και αυτό του Σάββα.

Ακριβώς στο έμπα του στενού από τη μεριά της «Κολόνας», στην αριστερή μεριά ήτανε το μαγέρικο «ΑΛΑΣΚΑ» του Σουλιώτη, που μετά έγινε εστιατόριο «Τα εφτά αδέρφια».
Μέσα στο στενό και ακριβώς μετά την αγορά, στο δεξί μέρος ήτανε το καφενεδάκι του Αρτόπουλου και η ταβέρνα του Γιώργη Παλυβού, που παλιά ήταν του Πασπάτη. Στην συνέχεια την πήρε ο Δήμος ο Μαγκλάρας, αργότερα την ανάλαβε ο Παντελής Τζώτης κι αυτός με τη σειρά του την παρέδωσε στο Μήτσο Μοσχογιάννη, που την λειτούργησε πολύ πετυχημένα σαν μεσημεριάτικο μαγέρικο μαγέρικο. Σαν τέτοιο λειτουργεί ακόμα και σήμερα. Αμέσως μετά, αφού μεσολαβούσε το στενό σοκάκι, βρισκόταν το πατσατζίδικο του Σουλιώτη (Πατσιατζή).

Στο αριστερό τώρα μέρος του στενού, απέναντι από την αγορά, μετά τους φούρνους του Κατιτζάρη κι Ασημομύτη, στο κτίριο του Κουμπή, λειτούργησε κατά καιρούς το ισόγειο και σαν ταβέρνα. Στην συνέχεια ήταν η ταβέρνα του Γιώργη Μέλλου (Άπλυτου) και δίπλα ακριβώς η πολύ παλιά ταβέρνα του Κωστό-πουλου, που μετά πήρε ο Παντελής Κουλούρης. Στη συνέχεια παλιά υπήρχαν οι ταβέρνες του Τσούρη, που μετά πήρε ο Σέγκος και μετά ο Συγγενής και κατόπιν η ταβέρνα του Φορτούνα. Κατόπιν ακολουθούσαν τα κουρεία των αδελφών Αντωνίου και αμέσως μετά το κατάστημα του Παύλου. Εκεί που τελειώνει η πλατεία υπήρχανε οι μπακαλοταβέρνες του Γ. Σούχλα και μετά του Κ. Βαρβέρη.

stin-taverna-tou-kerra-1960

Στην παραλία τώρα, δίπλα στο καφενείο του Καραγιάννη ήταν η ταβέρνα του Καπακλή. Προς την πλευρά της Πούντας ήταν η ταβέρνα του Περιβολιώτη και δίπλα στο λαδάδικο του Βαγγέλη του Μέλλου η ταβέρνα του Μπαλούρδου. Πιο πέρα η ταβέρνα του Σαραντόπουλου (Τσαουλιά), εκεί που αργότερα έγινε το φαγάδικο του Σπύρου του Παχή. Λίγο πιο πέρα ήταν η μεγάλη ταβέρνα του Καραμάνου, που μετά πήραν οι Λαπαίοι.
Η Πούντα είχε από παλιά παράδοση στα ταβερνάκια και στους καφενέδες και το κρασί είχε πάντα την τιμητική του σε αυτή την περιοχή. Στην Πούντα είχαμε τη δεκαετία του ’50, το παραδοσιακό οινοποιείο του Νόση, που έπλενε κάθε καλοκαίρι τα βαρέλια του σε όλη την παραλία. Εκεί στην Πούντα είχαμε παλιά τις ταβέρνες του Χοντροβασίλη και του Κολιάρδα (εκεί που βρίσκεται σήμερα το μπαρ «Εκάτη»). Πολύ παλιό και ονομαστό μαγαζί ήταν κι αυτό του Κληροδοτάκου, που λειτουργούσε προ-πολεμικά από το 1928 σαν καφενές κι ονομαζόταν ο καφενές του «Μουσούρη». Εκεί, έπιναν κρασί στο «καρτούτσο» και τη μισοκά οι παλιοί Πουντιώτες τρώγοντας τη σαρδέλα «γλειφτή» για να φτάσει για όλους.

Άλλες ονομαστές ταβέρνες στην Πούντα ήτανε του Καραθάνου και του Σωτήρη του Κερρά, που την άνοιξε το1957 στο παλιό σιδεράδικο του πατέρα του μπάρμπα-Νικόλα Κερρά. Επίσης πολύ καλή ταβέρνα ήτανε παλιά στην Πούντα και αυτή του Τσοβού και του Βέττα (Μακά).
Ξεκινώντας τώρα από την «Καμάρα» κι ανεβαί-νοντας τον πλακόστρωτο δρόμο με τα σκαλάκια μέχρι την πλατεία Αγίου Γεωργίου υπήρχε η ταβέρνα της Μουγκής, πιο πάνω λίγο η ταβέρνα του Βαγγέλη Βεσσαλά, που μετά πήρε ο Βαγγέλης Χαλιώτης (Κάβουρας) και ακριβώς στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου, οι ταβέρνες του Κολιάρδα και Νίκου Σέγκου, που άνοιξε το 1932.

Στην ίδια πλατεία υπήρχαν ακόμα το καφενείο του Βασίλη Καταβολάδα, που παλιά ήταν η μπακαλοταβέρνα του Σπύρου Φάρσα και δίπλα ακριβώς το τσαγκάρικο του Β. Πασχάλη. Επίσης υπήρχε το μπακάλικο του Λ. Κακαβέλου και το ραφτάδικο του Αρτόπουλου.
Άλλα μαγαζιά στο δρόμο με τα σκαλάκια προς την πλατεία του Αγίου Γεωργίου ήταν του Β. Καλού, Ιωαννίδη, Μεν. Ξάνθη, Λεμονίδη, το ραφτάδικο του Δημητριάδη και το μεγάλο εμπορικό κατάστημα του Δημ. Γρίβα.
Στο δρόμο τώρα που ακολουθούσε από την πλατεία Αγίου Γεωργίου προς την Ρουκουτίμα συναντούσαμε το τσαγκαράδικο του Στ. Γάτσινου, τα κουρεία των Αριστείδη Τριανταφύλλου και Κων. Δρακόπουλου τις μπακαλοταβέρνες του Ευσταθίου (Γκάτση), που μετά πήρε ο Τάσος Δρούγκας κι άνοιξε την πολύ καλή ταβέρνα και μάζευε όλους τους εραστές της κάνουλας, λίγο πιο πέρα ήταν η ταβέρνα του Μεν. Ξάνθη, που παλιά είχε ο Δημ. Σχοινάς και αρκετά πιο πέρα του Ζαγοραίου.

clip_image002

Επίσης λίγο πιο πέρα τα τσαγκαράδικα του Κώστα Καϊάφα και το διπλανό του αδερφού του Γ. Καϊάφα, το μανάβικο του Ν. Πάνου (Σαπουνά), τη σημερινή όμορφη ταβέρνα του Δ. Πάνου κι αμέσως μετά το εμπορικό της κυρά Καλλιόπης του Καλαματιανού και λίγο πιο πέρα το τσαγκαράδικο του Βαρκιτζή.
Στη Μπρίνια λειτουργούσε η παλιά ταβέρνα του Φουρνιώτη, που μετά πήρε ο Σταμάτης Τρασάνης και την έδωσε προίκα στο γαμπρό του Σπύρο Βεσσαλά, που την λειτούργησε σαν οινοπαντοπωλείο. Ονομαστή επίσης μπακαλοταβέρνα στη Μπρίνια ήταν και αυτή του Γ. Σχοινά και λίγο παρακάτω, ακριβώς πάνω από το Α΄ Δημοτικό Σχολείο η μπακαλοταβέρνα του Μ. Μουτζουβή που λειτουργούσε μαζί με φούρνο. Δίπλα στο γήπεδο, κάτω από τον Άγιο Στέφανο λειτούργησε για πολλά χρόνια και η ταβέρνα του Γιώργου Αναγνωστόπουλου.
Στο Συνοικισμό υπήρχε η ταβέρνα του Νίκου Δρούγκα και ακριβώς απέναντι το καφεοινοπωλείο του Βαγγέλη Αθανασίου (Δαμαλίτη), ενώ λίγο πιο πάνω ήταν η μπακαλοταβέρνα του πρόσφυγα Περικλή Νικολόπουλου, που πιο πολύ τη δούλευε η μητέρα του η γερόντισσα κυρά Χαρίκλεια.

Στον Ασπρόγατο λειτουργούσαν τα εξοχικά κέντρα του Σερέτη και του Καΐκα, ενώ στο Νεώριο τα εστιατόρια του Β. Μουρτζούκου, του Αργύρη Καΐκα και του Τουρλακάκη, στο ισόγειο του ξενοδοχείου του «Άγκυρα».

klirodotakos

Οι ταβέρνες εκείνα τα χρόνια, τα βράδια, αλλά και τα μεσημέρια ήταν γεμάτες από κόσμο και γινότανε πολλή φασαρία. Οι άντρες σουλατσάριζαν στην παραλία αργά, δυο-δυο, τρεις-τρεις και οι πιο πολλοί σκεφτικοί με τα χέρια σταυρωμένα πισω-κάπουλα και μετά καταλήγανε στις ταβέρνες. Όλοι τους ήταν κουβαρντάδες και κέρναγαν εύκολα κρασί.

Από μακριά σε βάραγε στη μύτη η τσίκνα από τα μαγέρικα της αγοράς, που γέμιζαν κρασίλα τον αέρα. Πέρα από τους μπεκρομεζέδες, που ήταν η ρέγκα, η λακέρδα, οι σαρδέλες, οι ελιές και η φετούλα, όλοι οι ταβερνιάρηδες τηγάνιζαν μαρίδες, συκωτάκια, μπακαλιάρο κι αμελέτητα που έπαιρνα από τα διπλανά χασάπικα. Στα μαυροτήγανά τους που έβαζαν πάνω στη
φωτιά από ξύλα και κάρβουνα, ντανιάζανε τις μαρίδες και το ξαρμυρισμένο χυλωμένο μπακαλιάρο με μπόλικο Ποριώτικο λάδι και από τις μπουρμπουλήθρες που έσκαγαν, άχνιζαν στ5ον αέρα και ξεμπούκαραν γαργαλιάρες τραβώντας τον κόσμο, όπως το φως της λάμπας τραβάει τα έντομα.

stin-avli-tou-tasou-drougka

Άμα πέρναγες βραδάκι έξω από τα μαγαζιά αυτά, έπαιζαν τα ρουθούνια σου, σαν ζητημένης φοράδας και ρουφούσαν το άρωμα που γιόμιζε τον αγέρα από τα ξεθυμάσματα της κάνουλας και τα τηγανίσματα της μαρίδας ή του μπακαλιάρου, που ξεμπούκαραν από τις μισάνοιχτες πόρτες και τα κακοαρμοσμένα με κοντομύρια παράθυρα. Σε γαργάλαγαν ένα μίλι μακριά.
Κρασιά είχαν πάντα διαμάντια στον Πόρο, σχεδόν όλα φουσαΐτικα, φυλαγμένα σε μεγάλα κρασοβάρελα, που ήταν αραδιασμένα σε ολόκληρο τον φάτσα με την πόρτα τοίχο και στα υπόγεια.

Χρόνου γύρισμα οι ταβέρνες ήταν φίσκα κόσμο κι έτρεχαν συρμοί οι κάνουλες και χαπιάρανε με αφρισμένη ρετσίνα μέχρι τα μπούνια τα κανελιά τσίγκινα καρτούτσα και τις μισοκάδες Χαμός γινότανε όταν ο ταβερνιάρης πρόσφατα είχε ανοίξει ένα βαρέλι και το κρασί ήταν γιοματάρι.
Από νωρίς γιουργάρανε μέσα στις ταβέρνες μεροκαματιάρηδες, τσομπάνηδες, βαρκάρηδες, χαμά-ληδες, τρατάρηδες, γαϋδουρολάτες, τσαμπάσηδες, μικροέμποροι, ρετσινάδες, ροδομάγουλοι χωρικοί και καταστηματάρχες, φουκαράδες και πολυφαμελίτες που δεν απαρνιόντουσαν το κρασί ούτε αποθαμένοι. Άφηναν ευχή και κατάρα με κρασί να τους πλύνουν όταν θα πήγαιναν για το στερνό ταξίδι. Για νερό τσιμουδιά. «Όποιος πίνει νερό, κάνει ψείρες», λέγανε. Δεν έβαζαν λοιπόν νερό ούτε γι’ αστείο στο στόμα τους άμα πήγαιναν στην ταβέρνα. Τι να κάνουμε; ο αέρας φυσάει, οι κότες κάνουν αβγά, οι σκύλοι γαβγίζουν και οι Ποριώτες πίνουνε κρασί.
Τα βράδια μέσα στις ταβέρνες γινόταν μεγάλη χαχλαονία. Όλοι κουβέντιαζαν δυνατά όλο ζωηράδα και η μιλιά τους έτρεχε με τον ίδιο τόνο και ρυθμό και καθώς μίλαγαν, φώναζαν και χειρονομούσαν όλοι το ίδιο απότομα σα να μάλωναν.

Άλλες φορές φωνασκούσαν με χειρονομίες κι άλλες φορές γελάγανε και τσούγκριζαν με δύναμη τα ποτήρια τους. Μπέρδευαν τ’ αρβανίτικα με τα ελληνικά και τα βλάχικα, έτσι που αν κάποιος έμπαινε τυχαία στην ταβέρνα δεν θα μπορούσε να καταλάβει τι διάολο λέγανε όλοι αυτοί.
Όμως στην ταβέρνα υπήρχαν τότε όροι και κανονισμοί που κανένας δεν τολμούσε να τους παραβεί. Όταν ήταν στο μαγαζί ο γιος κι έμπαινε ο πατέρας δεν καθότανε να πιει μαζί τους κρασί. Έφευγε και πήγαινε σε άλλη ταβέρνα. Το ίδιο έκανε κι ο γιος όταν έμπαινε στην ταβέρνα κι έβρισκε εκεί τον πατέρα. Δεν κάνει, λέγανε, ο πατέρας και γιος να πίνουνε κρασί μαζί στην ταβέρνα.

mourtzoukos

Το κρασί στο ποτήρι δεν έπρεπε ποτέ να φτάνει πάνω από τη μέση. Ίσα που να σκεπάζει τις δακτυλήθρες του κρασοπότηρου. Πολλοί παρα-ξηγιόνταν άμα τους γέμιζες μέχρι πάνω το ποτήρι. Όλοι μαζί σήκωναν τα ποτήρια, τα τσούγκριζαν, έλεγαν «στην υγειά μας» και μετά άρχιζαν να πίνουν το κεχριμπάρι. Με το τσούγκρισμα απολαμβάνει κανείς
καλύτερα ηχητικά το κρασί του. Έτσι το ένοιωθαν τότε. Έπρεπε να το απολαύσουν με όλες τους τις αισθήσεις. Γευστικά, ηχητικά και με τη μυρουδιά του. Με τον τρόπο αυτό νοιώθανε όλοι πιο φιλικά αναμεταξύ τους κι έδιναν μια αμεσότητα κι εγκαρδιότητα στη σχέση τους, τσουγκρίζοντας τα ποτήρια και πίνοντας παρέα το κρασί τους.

Άλλη μια συνήθεια που επικρατούσε τότε ήταν αυτή που έπρεπε το κρασί ν’ αρχίζουμε να το μοιράζουμε και να κερνάμε πάντα από αριστερά προς τα δεξιά, τηρώντας με ευλάβεια τη ίδια σειρά. Αν χυνόταν λίγο πάνω στο τραπέζι, άκουγες να φωνάζουν «γούρι, γούρι». Κι όταν έπρεπε να ορκιστεί κανείς στην αλήθεια του λόγου σου, έχυνε λίγο κρασί από το ποτήρι του στο πάτωμα. «Να μη χαρώ τη ζωή μου έλεγε». Αυτή η συνήθεια ή το έθιμο αν θέλεις να το πεις έτσι, προέρχεται από την αρχαιότητα και έχει φτάσει μέχρι και στις μέρες μας. Συχνά βλέπει κανείς στις ταβέρνες και σήμερα, όταν θέλει να ορκιστεί, να χύνει με σεβασμό και σοβαρότητα λίγο κρασί από το ποτήρι του στο χώμα.
Η ζωή στις ταβέρνες του παλιού Πόρου είναι μια πραγματικά ονειρική εικόνα του παρελθόντος, που μας γυρίζει πίσω στις εποχές της φτωχικής καθημερινότητας, του φιλότιμου και της καλής καρδιάς των Ποριωτών.-

Γιάννης Πουλάκης

Πηγή φωτογραφιών: Ποριώτες μια άλλης εποχής

 

Σχετικά με admin

Το κρασί και οι παλιές ταβέρνες του Πόρου

Απάντηση

Η διεύθυνση email δεν θα δημοσιοποιηθεί. Τα απαιτούμενα παιδία υποδεικνύονται με *

Όνομα *

Email *

URL